- ἐργεπιστάτης
- ἐργεπιστᾰτ-ης, ου, ὁ,A superintendent of works, Epich.212, Artem.4.31, IG3.486(ii A.D.), 12(5).253 ([place name] Paros).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εργεπιστάτης — ἐργεπιστάτης, ὁ (Α) επιστάτης έργων … Dictionary of Greek
ἐργεπιστάτης — superintendent of works masc nom sg ἐργεπιστατέω to be superintendent of works imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργεπιστάτην — ἐργεπιστάτης superintendent of works masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργεπιστάτας — ἐργεπιστάτᾱς , ἐργεπιστάτης superintendent of works masc acc pl ἐργεπιστάτᾱς , ἐργεπιστάτης superintendent of works masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργοστόλος — ἐργοστόλος, ον (Α) ο εργεπιστάτης … Dictionary of Greek
υποεργεπιστάτης — ὁ, Α αυτός που σε μια ιεραρχία έχει βαθμό κατώτερο τού επιστάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐργεπιστάτης «επιστάτης έργων»] … Dictionary of Greek